αναλγητικός

αναλγητικός
analgesic

Ελληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary). 2015.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • αναλγητικός — ή, ό [ανάλγητος] 1. αυτός που εξαλείφει την αίσθηση τού πόνου, καταπραϋντικός, ηρεμιστικός 2. (ο πληθυντικός τού ουδετέρου ως ουσιαστικό) τα αναλγητικά* φαρμακευτικές ουσίες που ανακουφίζουν τον πόνο …   Dictionary of Greek

  • αναλγητικός — ή, ό αυτός που προκαλεί εξαφάνιση του άλγους, του πόνου: Στο εμπόριο κυκλοφορούν πολλά αναλγητικά φάρμακα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ανάλγητος — η, ο (Α ἀνάλγητος, ον) (για ανθρώπους) 1. αυτός που δεν αισθάνεται πόνο, ο μη ευαίσθητος στους πόνους, αναίσθητος 2. ασυγκίνητος, σκληρόκαρδος, άσπλαχνος, άστοργος αρχ. (για πράγματα) 1. αυτός που δεν προξενεί πόνο, λύπη 2. ανηλεής, σκληρός 3.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”